- θύρατρο
- Τύπος θερμιονικής λυχνίας με αέριο. Προέρχεται από τη λέξη θύρα, επειδή η ροή του ρεύματος εντός της λυχνίας ανοίγει όταν το δυναμικό της σχάρας ελέγχου λάβει μια ορισμένη τιμή (κρίσιμο δυναμικό). O πιο συνηθισμένος τύπος είναι εκείνος με τρία ηλεκτρόδια (κάθοδος-σχάρα-άνοδος). Το αέριο που περιέχεται στη λυχνία αυτή, υδρογόνο (H2), ήλιο (He), αργό (Ar) κ.ά., ιονίζεται εξαιτίας της κρούσης των μορίων του με τα ηλεκτρόνια που εκπέμπονται από την κάθοδο, όταν η τάση της σχάρας υπερβεί μια ορισμένη τιμή που καλείται τάση αφής. H τάση αφής ποικίλλει ανάλογα με την τιμή της ανοδικής τάσης. Με την αύξηση της ανοδικής τάσης (θετική), η τάση αφής λαμβάνει περισσότερο αρνητικές τιμές (ή λιγότερο θετικές). O ιονισμός του αερίου που περιέχεται στη λυχνία παράγει ένα ηλεκτρικό τόξο μεταξύ καθόδου και ανόδου. Μόλις παραχθεί το τόξο η σχάρα δεν ασκεί κανέναν έλεγχο στη ροή του ανοδικού ρεύματος και το τόξο μπορεί να διακοπεί μόνο αν καταργηθεί ή περιοριστεί η διαφορά δυναμικού μεταξύ ανόδου-καθόδου. Εξαιτίας των χαρακτηριστικών του, το θ. δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ενισχυτής αλλά έχει ευρεία χρήση ως ηλεκτρονόμος μεγάλης ευαισθησίας, με χρόνους λειτουργίας που αρχίζουν από ένα χιλιοστό του δευτερολέπτου έως ένα μικροδευτερόλεπτο (εκατομμυριοστό του δευτερολέπτου). Το θ. έχει ευρύ πεδίο εφαρμογών: από τη διαμόρφωση των παλμών του ραντάρ έως τη ρύθμιση της ταχύτητας ηλεκτρικών κινητήρων. Στα τελευταία χρόνια το θ. τείνει να αντικατασταθεί από ισοδύναμο στοιχείο που αποτελείται από ημιαγώγιμο υλικό (θυρίστορ ή ελεγχόμενος ανορθωτής). Βλ. λ. θυρίστορ.
Dictionary of Greek. 2013.